Τα εκθέματα

Η χρυσοκεντητική: Χαρακτηριστικό στοιχείο πολυτέλειας και πλούτου των αστικών ενδυμασιών της Ηπείρου τον 19ον αιώνα, ιδιαίτερα των γυναικείων, είναι το χρυσοκέντημα. Το είδος αυτό της κεντητικής ακολουθούσε δύο τεχνικές: Την τερζήδικη που χρησιμοποιούσε χρυσό στριφτό κορδόνι, το τιρτίρι, και τη συρμακέσικη που κεντιόταν με λεπτότερο ή παχύτερο τέλι. Και στις δύο περιπτώσεις το κέντημα ήταν επίρραπτο, δηλαδή το χρυσό υλικό δε διαπερνούσε την επιφάνεια του υφάσματος, αλλά στερεωνόταν σε αυτήν με κρυφές μεταξωτές βελονιές, τα ράμματα. Την τερζήδικη τεχνική ασκούσαν ειδικοί πλανόδιοι, ως επί το πλείστον, τεχνίτες, οι λεγόμενοι τερζήδες ή καποτάδες που έραβαν και συγχρόνως κεντούσαν τα διάφορα εξαρτήματα της φορεσιάς. Από τα πιο πλούσια χαρακτηριστικά τους έργα ήταν το πιρπιρί, βαρύτιμος γυναικείος επενδυτής των Ιωαννίνων που περνούσε από μητέρα σε κόρη. Χαρακτηριστικός είναι ο ηπειρωτικός λόγος «ένα πιρπιρί τρεις γενιές». Τα συρμακέσικα κεντήματα εκτελούνταν σε μόνιμα εργαστήρια, όπου μπορούσαν να μετέχουν και γυναίκες. Οι αρχές της συρμακέσικης κεντητικής ανάγονται στο Βυζάντιο και σε αυτήν ανήκουν όλα τα λαμπρά εκκλησιαστικά χρυσοκεντήματα της βυζαντινής εποχής. Τα κεντήματα αυτά διακρίνονται για τη λεπτότατη επεξεργασία τους που δίνει στα διακοσμητικά θέματα επίπεδη, σχεδόν ζωγραφική επιφάνεια. Στα κοσμικά ωστόσο έργα της τελευταίας περιόδου της χρυσοκεντητικής (19ος αι.) στην οποία ανήκουν τα συρμακέσικα της Ηπείρου, γίνεται χρήση φουσκωμάτων από νήματα ή χαρτί που προσδίδουν στα θέματα ανάγλυφη όψη. Από το β’ μισό του 19ου αι. εισάγεται στον διάκοσμο της ηπειρωτικής ποδιάς, κυρίως της περιοχής του Μετσόβου και Ζαγοροχωρίων, το κέντημα με πολύχρωμα μετάξια.

Η αργυροχοϊα: Η αργυροχοϊα κατά τον 18ο και 19ο αι. ήταν μία από τις πιο χαρακτηριστικές χειροτεχνίες της Ηπείρου, που μάλιστα εξακολουθεί να επιβιώνει. Τα εργαστήρια, κυρίως των Ιωαννίνων, των Καλαρρύτων και του Συρράκου, ανέδειξαν σπουδαίους καλλιτέχνες που έγιναν γνωστοί σε ολόκληρη τη Βαλκανική. Χρυσικοί ονομάζονταν οι τεχνίτες του ασημιού και ας μη δούλευαν με χρυσάφι. Υλικό τους ήταν το ασήμι, είτε λαγάρα, δηλαδή καθαρό, είτε αγιάρι, δηλαδή νοθευμένο για τις κατώτερες περιπτώσεις. Χρυσό χρησιμοποιούσαν μόνο για τις επιχρυσώσεις της φωτιάς στα πιο καλά τους έργα, που γι’ αυτό ονομάζονταν φλουροκαπνισμένα ή μαλαμοκαπνισμένα. Οι πιο συνηθισμένες πατροπαράδοτες τεχνικές που χρησιμοποιούσαν είναι: α) Η έκτυπη ή φουσκωτή. Τεχνική πανάρχαιη όπου τα θέματα προβάλλουν ανάγλυφα β) Η εγχάρακτη, σε αυτήν τα θέματα χαράσσονται πάνω στην ασημένια επιφάνεια γ) Η συρματερή ή κατά την διεθνή ορολογία φιλιγκράνα. Το αντικείμενο διαμορφώνεται με αργυρά σύρματα σε διάφορα πάχη, που με κατάλληλες συστροφές και συγκολλήσεις δημιουργούν την εντύπωση της ασημόπλεκτης δαντέλας δ) Το σαβάτι ή κατά τη διεθνή ορολογία νιέλο. Το σαβάτι είναι είδος σμάλτου που γεμίζει τα βαθιά χαραγμένα στην ασημένια επιφάνεια διακοσμητικά θέματα. Τεχνική πανάρχαιη, που κατά κάποιον τρόπο εξυπηρετεί ακόμη περισσότερο η χρήση του ημιπολύτιμου αχάτη αλλά και των κοινών χρωματιστών λίθων, αρμονικά συνδεδεμένων.

Oδός αβερωφ κοσμημα γιαννινα: Κόσμημα in aeternum… Οδός Αβέρωφ, Γιάννινα. Ήταν κατά τη δεκαετία του ’60, όταν ο Κώστας Φρόντζος, με πλήρη συνείδηση του ιστορικού φορτίου και της υψηλής αισθητικής της λαϊκής μας παραδοσιακής τέχνης, επιδόθηκε στη διάσωση κάθε αντικειμένου, που βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο είτε από αδαείς ιδιοκτήτες ή από γυρολόγους που υπολόγιζαν την αξία του σε χρήμα. Με τη διορατικότητα που τον διέκρινε, περιέσωσε πολυάριθμα κοσμήματα του 19ου και του 20ού αιώνα, έως και την εποχή του Μεσοπολέμου, τα οποία με την πάροδο του χρόνου αυξάνονταν με νέα προσκτήματα. Στην παρούσα έκθεση παρουσιάζονται κοσμήματα που απόκεινται στο Λαογραφικό Μουσείο «Κώστας Φρόντζος», απέριττα ή φιλοτεχνημένα με πιο περίπλοκες, λεπταίσθητες συνθέσεις, ποικίλες τεχνικές και υλικά. Τα γυναικεία κοσμήματα, αργυρά και μαλαμοκαπνισμένα ή μπρούτζινα, συχνά λιθοκόσμητα, υπηρετούν τη μορφολογία της παραδοσιακής ενδυματολογίας και διακρίνονται στις ακόλουθες κατηγορίες: της κεφαλής, τα επιστήθια, των χεριών και της μέσης: το τεπελίκι και τα βαρειά περιλαίμια, τα σκουλαρίκια και τις κόπιτσες, τα κουμπιά, τις καρφίτσες, τα κιουστέκια, το σταυρό και το φυλακτό, τη μεταλλική ζώνη, την πόρπη που κλείνει την μεταλλική ή υφασμάτινη ζώνη, τα θηλυκωτάρια ή κλειδωτάρια, που προορίζονταν να κλείνουν τα ανοίγματα του στήθους, τα περίφημα κεμέρια, τα βραχιόλια, τα δακτυλίδια και τα νομισματοκοσμήματα. Στο ανδρικό ένδυμα προσιδίαζαν τα κουμπιά,τα κιουστέκια του στήθους και της μέσης, τα δακτυλίδια, οι σταυροί, φυλακτά, εγκόλπια και άλλα εξαρτήματα, όπως οι ταμπακιέρες και τα όπλα με τον εκπληκτικό διάκοσμό τους. Η βασική εικονογραφία των ηπειρωτικών κοσμημάτων, εκτός από τα πολυσύνθετα γεωμετρικά σχήματα, είναι εμπνευσμένη από την χλωρίδα και πανίδα. Τα αγιολογικά θέματα κάνουν αισθητή την παρουσία τους στα φυλακτικά αντικείμενα: ο Άγιος Γεώργιος δρακοντοκτόνος, ο Άγιος Δημήτριος ακοντίζοντας τον πεσμένο εχθρό κ.ά. Ανθρώπινες μορφές, Χερουβείμ, σταυροί, αετοί ή δικέφαλοι αετοί, «θυρεοί», κτήρια υιοθετούνται επίσης και δημιουργούν ένα μεγάλο άνυσμα απεικονίσεων. Παντού ανιχνεύεται η δεξιότητα, η έμπνευση του τεχνίτη-καλλιτέχνη, οι παραλλαγές των βασικών μοτίβων που επιχειρεί, αλλά και τα ξενότροπα στοιχεία, τα οποία δανείζεται, δίχως να τιθασεύει τον δημιουργικό οίστρο του στο εκπονούμενο έργο. …οι έμποροι σύχναζαν στο παζάρι, έξω από το κάστρο στους τερζήδες και τους χρυσοχόους αναφέρει ο Εβλιά Τσελεμπί, το 1670. Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Pouqueville σχολιάζει ότι επρόκειτο για ένα παζάρι γεμάτο λάσπες που γειτονεύει με το Κάστρο. Οι «χρυσοχόοι» ήσαν ενσωματωμένοι σε αυτό το παζάρι, σε παραπήγματα κατά τους 17ο, 18ο και εν μέρει τον 19ο αιώνα. Εκεί ή λίγο πιο πάνω άνοιξαν τα εργαστήρια και καταστήματά τους ο Σπύρος Τζουμάκας το 1856 και οι Χατζήδες το 1864, όταν τα Γιάννινα είχαν καταστραφεί από την πυρκαγιά του 1822. Μαρτυρίες για την ‘προϊστορία’ της οδού Αβέρωφ, την οδό Καμάρες με τα καταστήματα των ξακουστών παλιών χρυσικών και το Τζαμί του Κούμπλου προσφέρει ο Φωτόπουλος το 1986. Η προσωνυμία Καμάρες προέρχονταν από καμάρες, λείψανα παλιών αρχοντικών σπιτιών. Καμάρες κατά τον πατέρα μου, από τον καιρό του χαλασμού των Γιαννίνων, την πυρπόληση δηλαδή του Ρασήμ Πασά (1869) για λόγους ρυμοτομικούς. Συνεπώς, τα πρώτα καταστήματα των αργυροτεχνιτών, φιλοξενήθηκαν, μετά την πυρπόληση, στην κάθετον οδό Καμάρες: του Β. Κυπριώτη, πριν το 1870, του Ν. Κόντου το 1880 του Ν. Ιωαννίδη το 1890 και του Ευαγγ. Νέσση το 1905. Μετά την απελευθέρωση, το 1913, η οδός Καμάρες μετονομάστηκε οδός Γεωργίου Αβέρωφ. Η ονομασία οδός Καμάρες έσβησε στη λήθη του χρόνου και αγνοούμε πόσο ισχυρά είχε συνδεθεί με το κόσμημα στη συνείδηση των τότε Γιαννιωτών, αφού δεν πλεόναζαν εκεί τα αργυροχρυσοχοΐα, αλλά τα τσαρουχάδικα και άλλα μαγαζιά. Η οδός Αβέρωφ, όπου άρχισε βαθμιαία να πνέει η δροσιά του ασημιού με τα παραδοσιακά τεχνουργήματα, αλλά και η αύρα του χρυσού με τις τεχνοτροπίες του συρμού, ήκμαζε όπως και η οδός Μέση της Κωνσταντινούπολης, που συγκέντρωνε τα αργυροπρατεία, δηλαδή τα κοσμηματοπωλεία των Βυζαντινών. Οι Γιαννιώτες και οι ταξιδευτές, ντόπιοι και ξένοι, παλαιότεροι και νεώτεροι κομίζουν φορτία μνήμης από τα εργαστήρια και τα καταστήματα αργυροχρυσοχοΐας της οδού Αβέρωφ!
Κατερίνη Λιάμπη

Λαογραφικό μουσείο ″Κώστας Φρόντζος″

Μιχαήλ Αγγέλου 42, Τ.Κ. 45444 Ιωάννινα

Tηλ. 2651023566, email:laofrontzos@gmail.com